προκατατίθημι

προκατατίθημι
Α 1. θάβω εκ τών προτέρων
2. μτφ. (σχετικά με θεμέλιο) τοποθετώ εκ τών προτέρων
3. (κυρίως στο μέσ.) προκατατίθεμαι
α) κατατίθεμαι εκ τών προτέρων
β) παρέχω, προσφέρω εκ τών προτέρων («προκατατίθεσθαι χάριν», Ιώσ.)
4. φρ. «προκατατίθεμαι λόγον τινά» — προτάσσω κάτι εισαγωγικώς, προκαταρκτικώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”